μητρικό γάλα

Περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία

Περιεκτικότητα σε βιταμίνες

Γενικά, η περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε υδατοδιαλυτές βιταμίνες (βιταμίνη C, βιταμίνες του συμπλέγματος Β) επηρεάζεται περισσότερο από τη διατροφή της μητέρας απ’ όσο επηρεάζεται η περιεκτικότητα σε λιποδιαλυτές βιταμίνες (Α, D, E, K).

ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α: παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και διάπλαση των ιστών του βρέφους. Το μητρικό γάλα αποτελεί μία πολύ καλή πηγή βιταμίνης Α. Η συγκέντρωσή της επηρεάζεται από την διατροφή της μητέρας.

ΒΙΤΑΜΙΝΗ D: Η ποσότητα της βιολογικής ενεργής βιταμίνης D στο μητρικό γάλα είναι χαμηλή (0,5-1,5 μg/l). Η έκθεση της μητέρας στον ήλιο, καθώς και η διαιτητική πρόσληψη επηρεάζουν τα επίπεδα της βιταμίνης στο βρέφος, διότι αυξάνουν την περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε αυτή τη βιταμίνη.

ΒΙΤΑΜΙΝΗ Ε: Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη πρόληψη της δημιουργίας υπεροξειδίων από τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα της δίαιτας. Τα επίπεδα της βιταμίνης Ε στο μητρικό γάλα είναι υψηλότερα από αυτά του αγελαδινού. Προβλήματα χαμηλής πρόσληψης βιταμίνης Ε μπορεί να παρατηρηθούν, όταν το βρέφος προσλαμβάνει αγελαδινό γάλα ή εάν το υποκατάστατο δεν έχει εμπλουτισθεί με αυτή τη βιταμίνη.

ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ: Στο μητρικό γάλα, η βιταμίνη Κ βρίσκεται σε περιεκτικότητα 2 μg/l. Το αγελαδινό γάλα περιέχει περίπου 60 μg/l. Η βιταμίνη Κ συντίθεται από μικροοργανισμούς του εντέρου. Έχει παρατηρηθεί ακόμα και 4 εβδομάδες μετά το τοκετό, ο κίνδυνος αιμορραγικής νόσου που συσχετίζεται με τον θηλασμό, όταν δεν χορηγείται βιταμίνη Κ κατά τη γέννηση. Ο καταλληλότερος τρόπος πρόληψης των προβλημάτων λόγω ανεπάρκειας της βιταμίνης Κ είναι η χορήγηση με ένεση 0,5-1,0 mg βιταμίνης Κ1 μετά τον τοκετό.

ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ: Τα επίπεδα των υδατοδιαλυτών βιταμινών στο μητρικό γάλα μπορούν να επηρεαστούν από τη διαιτητική πρόσληψη της μητέρας μέσω της τροφής, αλλά και συμπληρωμάτων διατροφής. Το επίπεδο της βιταμίνης C στο μητρικό γάλα είναι μέγιστο με ημερήσια πρόσληψή της 90 mg. Η υψηλή συχνότητα εμφάνισης ανεπάρκειας σε βιταμίνη Β12 σε θηλάζοντα βρέφη από χορτοφαγικές μητέρες οδηγεί σε συμπληρωματική χορήγηση που είναι για τις μητέρες 2,6 μg/ ημέρα και για τα βρέφη 0,1-0,3 μg/ ημέρα.

Περιεκτικότητα σε ανόργανα στοιχεία

Αρχικά, η περιεκτικότητα σε μέταλλα και ιχνοστοιχεία αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ του μητρικού και του αγελαδινού γάλακτος. Το αγελαδινό γάλα περιέχει 6 φορές περισσότερο φώσφορο, 4 φορές περισσότερο ασβέστιο και 3 φορές περισσότερη πρωτεΐνη από το μητρικό γάλα. Αυτό όμως, καθιστά το αγελαδινό γάλα επικίνδυνο για την λειτουργία των νεφρών (επηρεάζει δηλαδή τη νεφρική λειτουργία). Έτσι, οι νεφροί των βρεφών που καταναλώνουν αγελαδινό γάλα υπερλειτουργούν λόγω των αυξημένων ποσοστών ηλεκτρολυτών.

Τα κύρια ανόργανα στοιχεία του μητρικού γάλακτος είναι το κάλιο, το ασβέστιο, ο φώσφορος, το χλώριο και το νάτριο. Η περιεκτικότητα του νατρίου, όμως, είναι μικρότερη απ’ αυτή του αγελαδινού γάλακτος. Η περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε σίδηρο, χαλκό και μαγγάνιο είναι μικρή. Επομένως, βρέφη που θηλάζουν περισσότερο από 9 μήνες και δεν καταναλώνουν άλλες τροφές, ενδέχεται να παρουσιάσουν κάποιο είδος αναιμίας.

Επίσης, το μητρικό γάλα έχει χαμηλά ποσά ψευδαργύρου, μαγνησίου, αλουμινίου, ιωδίου, χρωμίου, σεληνίου και φθορίου. Επομένως, τα βρέφη που δεν καταναλώνουν φθοριωμένο νερό, ίσως χρειαστούν κάποιο συμπλήρωμα φθορίου μετά από σύσταση γιατρού.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχει μικρή συσχέτιση μεταξύ της διατροφής της μητέρας και της περιεκτικότητας του μητρικού γάλατος σε ανόργανα στοιχεία.

 

Στοιχεία Επικοινωνίας